Ο πόλεμος στην Ουκρανία και ποιος θα έπρεπε να είναι ο ρόλος της Ελλάδας
Ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι μια τραγωδία που έχει ήδη κοστίσει εκατοντάδες χιλιάδες ζωές, επηρεάζοντας βαθιά τόσο Ουκρανούς όσο και Ρώσους πολίτες. Ως ιατρός επειγοντολόγος, βλέπω καθημερινά τις συνέπειες τέτοιων συγκρούσεων στην ανθρώπινη ψυχή και κοινωνία. Δεν ξεκίνησε ξαφνικά, αλλά είναι το αποτέλεσμα δεκαετιών εντάσεων, λάθος χειρισμών και χαμένων ευκαιριών για ειρήνη από όλες τις πλευρές.
Στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου, το 1990, υπήρξαν συζητήσεις μεταξύ Δύσης και Ρωσίας για την επέκταση του ΝΑΤΟ, όπου δόθηκαν προφορικές διαβεβαιώσεις ότι δεν θα κινηθεί ανατολικά – παρότι αυτό δεν έγινε ποτέ επίσημη συμφωνία. Ωστόσο, λίγα χρόνια αργότερα, το ΝΑΤΟ επεκτάθηκε σε χώρες όπως η Πολωνία, η Ουγγαρία και η Τσεχία, και ακολούθησε περαιτέρω διεύρυνση σε Βαλτικές χώρες και την Ανατολική Ευρώπη. Παράλληλα, το 2002 οι ΗΠΑ αποχώρησαν από τη συνθήκη για τους αντιβαλλιστικούς πυραύλους, τοποθετώντας συστήματα κοντά στα ρωσικά σύνορα, κάτι που ενέτεινε τις ανησυχίες της Μόσχας. Από την άλλη, η κρίση του 2014 στην Ουκρανία, με την πολιτική ανατροπή και τα γεγονότα στην Κριμαία, βάθυναν περαιτέρω τις διαιρέσεις. Το 2021, η Μόσχα πρότεινε νέα συμφωνία ασφάλειας για να περιοριστεί η διεύρυνση του ΝΑΤΟ, αλλά η Δύση την απέρριψε. Λίγους μήνες μετά, η κατάσταση κλιμακώθηκε σε πλήρη σύγκρουση.
Σήμερα, μετά τη συνάντηση Τραμπ–Πούτιν στην Αλάσκα, συζητείται για πρώτη φορά σοβαρά η ιδέα νέων εγγυήσεων ασφάλειας για την Ουκρανία, αναγνωρίζοντας ότι η ειρήνη απαιτεί πολιτική λύση. Ο Ζελένσκι τη Δευτέρα θα βρεθεί στον Λευκό Οίκο, σε μια στιγμή που μπορεί να αποδειχθεί καθοριστική για το μέλλον της Ευρώπης. Το μήνυμα είναι σαφές: αυτή η αιματοχυσία πρέπει να σταματήσει μέσα από διάλογο, με εγγυήσεις ασφάλειας και με σεβασμό στα κυριαρχικά δικαιώματα των εμπλεκομένων κρατών και στα δικαιώματα των πολιτών τους.
Κι εδώ είναι που η Ελλάδα θα μπορούσε να έχει σταθεί πιο στρατηγικά. Η επιλογή της κυβέρνησης Μητσοτάκη να στείλει όπλα και να υιοθετήσει μια έντονα επιθετική ρητορική προς τη Ρωσία, χωρίς ευρύτερη στρατηγική σκέψη, δεν ήταν απλώς ένα λάθος τακτικής – ήταν μια χαμένη ευκαιρία για την εθνική μας ασφάλεια. Με αυτήν τη στάση, η χώρα μας έχασε τη δυνατότητα να αναδειχθεί σε δύναμη διαλόγου και ασφάλειας στην περιοχή, περιορίζοντας την ανεξαρτησία της και παραδίδοντας στην Τουρκία τον ρόλο του μεσολαβητή. Η Άγκυρα, παρότι μέλος του ΝΑΤΟ, κράτησε ισορροπίες, κερδίζοντας κύρος και επιρροή. Η Ελλάδα, με τους ιστορικούς δεσμούς της τόσο με τη Ρωσία όσο και με την Ουκρανία – από την Ορθοδοξία μέχρι τις πολιτιστικές γέφυρες – είχε όλα τα εφόδια να λειτουργήσει ως γέφυρα διαλόγου. Δεν το έκανε, και αυτό κόστισε σε διεθνή επιρροή και σε διαπραγματευτική δύναμη απέναντι στην τουρκική απειλή.
Η πραγματική πατριωτική στάση δεν είναι να ακολουθείς παθητικά, αλλά να χτίζεις ρόλο και επιρροή. Να λες καθαρά: «Φτάνει πια με τον πόλεμο – ώρα για μια δίκαιη λύση που θα σέβεται την κυριαρχία, την ασφάλεια και τα δικαιώματα όλων των εμπλεκόμενων, προστατεύοντας τους ανθρώπους από περαιτέρω πόνο». Αυτή θα έπρεπε να είναι η συμβολή της Ελλάδας σε μια Ευρώπη που αναζητά ξανά σταθερότητα.